Παρουσιάζει το έργο που εκτελεί στον τομέα της διαχείρισης πολιτισμικών πόρων μέσω του "Μητροπολιτικού Μουσείου", ένος εννοιολογικού μοντέλου που ανέπτυξε και εφαρμόζει στη δημιουργία δικτύου μουσείων και επισκέψιμων μνημείων που αφορούν μια ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια.
Στο συμπόσιο παρουσιάζει το θέμα: "Η έννοια του «μητροπολιτικού μουσείου» ως δικτύου για τη συνολική διαχείριση θεματικών μουσείων. Η περίπτωση της Ρόδου."
Στον τομέα της διαχείρισης, της προβολής και της αξιοποίησης των πολιτισμικών αγαθών κυρίως μέσω της δημιουργίας νέων μουσείων και στη διαχείριση των υφιστάμενων, έχει αρχίσει να εφαρμόζεται η έννοια του «Μητροπολιτικού Μουσείου». Πρόκειται για σύγχρονη πρόταση διαχείρισης των πολιτισμικών πόρων που περιλαμβάνει τη δημιουργία κεντρικού μουσείου και μουσείων ή μνημείων δορυφόρων. Βασικός σκοπός του εν λόγω διαχειριστικού μοντέλου είναι η ορθή και συντονισμένη προώθηση των πολιτιστικών αγαθών και συνακόλουθα η αειφόρος ανάπτυξη μιας ευρύτερης περιοχής. Τέτοιου τύπου μοντέλο ανάπτυξης θεωρούμε ότι αναπτύσσεται στον ελλαδικό χώρο κατ’ εξοχήν μέσω του νέου μουσείου Ακροπόλεως και των καινοτόμων δράσεων του.
Παράλληλα προς το μοντέλο ανάπτυξης του μουσείου Ακροπόλεως και των σημαντικών τομών που αυτό ευαγγελίζεται για τη διαχείριση μουσειακών πόρων στην Ελλάδα, παρουσιάζεται στην εισήγησή μας η περίπτωση της Ρόδου. Το υπό υλοποίηση μοντέλο «Μητροπολιτικού Μουσείου» εφαρμόζεται στη δημιουργία δικτύου χριστιανικών μουσείων και επισκέψιμων μνημείων που ανήκουν στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Μητροπόλεως. Αξιοποιεί την δυναμική ενός κεντρικού μουσείου - πόλου έλξης επισκεπτών, γύρω από τον οποίο συγκροτείται ένα δίκτυο μουσείων και επισκέψιμων μνημείων, τα οποία μπορούν να λειτουργούν είτε ως παραρτήματα του «μητροπολιτικού» είτε ως αυτόνομες μονάδες. Βασικό συστατικό στοιχείο του δικτύου είναι ένα στοχευμένο σπονδυλωτό μουσειολογικό σενάριο που εκτυλίσσεται εξελικτικά σε όλους τους κόμβους και έχει ως κεντρικό θέμα την ιστορία της ροδιακής Εκκλησίας και τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε στο νησί γύρω από την ορθόδοξη λατρεία.
Η αρχιτεκτονική του άρθρωση επιτυγχάνεται μέσω της εξιστόρησης ολοκληρωμένων αυτοτελών ιστοριών – εκθέσεων που παρουσιάζονται σε κάθε κόμβο, συμπεριλαμβανομένου και του κεντρικού μουσείου και αποτελούν ταυτόχρονα ενότητες και υποενότητες του κεντρικού σεναρίου. Επίσης, κάθε κόμβος στο τοπικό του σενάριο περιλαμβάνει μία ενότητα αφιερωμένη στα μνημεία ή στους πολιτισμικούς πόρους της περιοχής και μία δεύτερη που είναι αφιερωμένη στο κεντρικό θέμα ώστε να μπορεί να καθίσταται εισαγωγικός και πληροφοριακός σταθμός για τον επισκέπτη που έρχεται σε πρώτη επαφή με το δίκτυο. Η λειτουργία του δικτύου για να είναι περισσότερο ελκυστική θα εμπλουτίζεται με επίσης εξελικτικές περιοδικές εκθέσεις και δραστηριότητες, οι οποίες θα βασίζονται και στο τοπικό, ζωντανό καλλιτεχνικό και πολιτιστικό δυναμικό. Το δίκτυο δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά στις δράσεις του ΥΠ.ΠΟ.Τ. ή άλλων δομών πολιτισμού και οικονομίας, αλλά συμπληρωματικά και υποστηρικτικά.
Καταλήγοντας, επισημαίνεται ότι η μεθοδολογία προσέγγισης και εφαρμογής του εν λόγω μοντέλου διαχείρισης πολιτιστικών πόρων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μέσα από απλά και σαφή ερωτήματα που αφορούν στο τι αντιπροσωπεύει το μοντέλο αυτό, στον σκοπό και τους επιμέρους στόχους του και στην επιθυμητή ή ανεπιθύμητη από την πλευρά μας λειτουργία του. Στην κατεύθυνση αυτή σημαντικά μπορούν να συμβάλουν τα αποτελέσματα ενός πολιτισμικού SWOT που ανιχνεύει μειονεκτήματα και κινδύνους, πλεονεκτήματα και ευκαιρίες. Επιπλέον, η συγκριτική παράθεση του μοντέλου αυτού με το κατ’ εξοχήν «στρατευμένο μουσείο» της Ελλάδος μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα αντίληψη για τη διαχείριση των πολιτιστικών αγαθών.